- Μάνη
- ηγεωγραφική και ιστορική περιοχή της νότιας Πελοποννήσου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μάνη — I Βλ. λ. Πελοπόννησος. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 526 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 105 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διδυμοτείχου. * * *… … Dictionary of Greek
Μάνη — Sp Mãnis Ap Μάνη/Mani L p lis P Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
μανῇ — μαίνομαι rage aor subj pass 3rd sg μαίνομαι rage fut ind mid 2nd sg μᾱνῇ , μανός loose fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανή — μᾱνή , μανός loose fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάνη — Μάνης cup masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάνη — μάνα fem nom/voc sg (attic epic ionic) μάνης cup masc voc sg μαίνομαι rage aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) μά̱νη , μῆνις wrath fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάνῃ — Μάνης cup masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάνῃ — μάνα fem dat sg (attic epic ionic) μάνης cup masc dat sg (attic epic ionic) μά̱νηι , μῆνις wrath fem dat sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… … Dictionary of Greek
Δασκαλάκης, Βάσος — (Μάνη 1897 – 1944). Πεζογράφος και μεταφραστής. Μετά τον θάνατο του πατέρα του εκπατρίστηκε και εργάστηκε στα μεταλλεία του Λαυρίου. Φοιτώντας σε νυχτερινά σχολεία, αλλά βασικά αυτοδίδακτος, ο Δ. κατόρθωσε να μάθει ξένες γλώσσες, γεγονός που… … Dictionary of Greek